- αιγοτρόφος
- ος , ον1) разводящий коз; 2) подходящий для разведения коз (о местности)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αιγοτρόφος — ο 1. αυτός που τρέφει αίγες, που ασκεί την αιγοκομία 2. (τόπος) κατάλληλος για εκτροφή αιγών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίγα + τρόφος < τρέφω] … Dictionary of Greek
αιγοτροφία — η [αιγοτρόφος] συστηματική εκτροφή και συντήρηση αιγών ως βιοποριστικό επάγγελμα, αιγοκομία … Dictionary of Greek